αὐταρκέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[ser autosuficiente]], [[bastarse a sí mismo]] en los medios materiales ἡ δὲ πολιτικὴ συνέστηκε μὲν κατὰ τὸ χρήσιμον καὶ μάλιστα, διὰ γὰρ τὸ μὴ αὐταρκεῖν δοκοῦσι συνελθεῖν Arist.<i>EE</i> 1242<sup>a</sup>8, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ ἐρήμῳ LXX <i>De</i>.32.10, τέλειον γὰρ αὐτὸν ἐγέννησεν ὁ Πατήρ, καὶ αὐταρκοῦντα ἑαυτῷ Chrys.M.59.145<br /><b class="num">•</b>[[bastarse]] en o para algo αὐταρκούσης σου (para cuidar un cadáver) <i>PLips</i>.29.11 (III d.C.), αὐ. ἐγὼ εἰς παραθυμίαν σου <i>A.Xanthipp</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[estar satisfecho con su estado]] ὅσα μὲν δὴ καὶ ἄλλα τῆς συμβολῆς ταύτης ἀπελαύσαμεν εἰς εὐθυμίαν καὶ τὸ αὐταρκεῖν ἀπέραντον ἂν εἴη λέγειν Aristid.<i>Or</i>.50.38.<br /><b class="num">II</b> de abstr. [[ser suficiente]], [[bastar]] αὐταρκοῦααν ἀμοιβὴν εἰληφέναι νομίζομεν Chrys.M.53.252.
|dgtxt=<b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[ser autosuficiente]], [[bastarse a sí mismo]] en los medios materiales ἡ δὲ πολιτικὴ συνέστηκε μὲν κατὰ τὸ χρήσιμον καὶ μάλιστα, διὰ γὰρ τὸ μὴ αὐταρκεῖν δοκοῦσι συνελθεῖν Arist.<i>EE</i> 1242<sup>a</sup>8, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ ἐρήμῳ [[LXX]] <i>De</i>.32.10, τέλειον γὰρ αὐτὸν ἐγέννησεν ὁ Πατήρ, καὶ αὐταρκοῦντα ἑαυτῷ Chrys.M.59.145<br /><b class="num">•</b>[[bastarse]] en o para algo αὐταρκούσης σου (para cuidar un cadáver) <i>PLips</i>.29.11 (III d.C.), αὐ. ἐγὼ εἰς παραθυμίαν σου <i>A.Xanthipp</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[estar satisfecho con su estado]] ὅσα μὲν δὴ καὶ ἄλλα τῆς συμβολῆς ταύτης ἀπελαύσαμεν εἰς εὐθυμίαν καὶ τὸ αὐταρκεῖν ἀπέραντον ἂν εἴη λέγειν Aristid.<i>Or</i>.50.38.<br /><b class="num">II</b> de abstr. [[ser suficiente]], [[bastar]] αὐταρκοῦααν ἀμοιβὴν εἰληφέναι νομίζομεν Chrys.M.53.252.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐταρκέω:''' довлеть самому себе, довольствоваться своим (Thuc., Isocr. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἀνταρκέω]] Arst.).
|elrutext='''αὐταρκέω:''' довлеть самому себе, довольствоваться своим (Thuc., Isocr. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἀνταρκέω]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 15:25, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐταρκέω Medium diacritics: αὐταρκέω Low diacritics: αυταρκέω Capitals: ΑΥΤΑΡΚΕΩ
Transliteration A: autarkéō Transliteration B: autarkeō Transliteration C: aftarkeo Beta Code: au)tarke/w

English (LSJ)

A supply with necessaries, αὐτάρκησεν ἑαυτὸν ἐν ἐρήμῳ LXX De.32.10. II to be sufficient, Arist.EE1242a8, PLips.29.11 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐταρκέω: παρέχω τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐπήρκησεν αὐτῷ, Ἑβδ. (Δευτ. λβ΄, 10). Τὸ χωρίον τοῦτο κατὰ τὸ νῦν Ἑβρ. κείμενον εἶναι: «ἐν γῇ ἐρήμῳ εὕρηκεν αὐτόν». Ἴδε μετάφρ. Ἱερ. Γραφ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρ.

Spanish (DGE)

I de pers.
1 ser autosuficiente, bastarse a sí mismo en los medios materiales ἡ δὲ πολιτικὴ συνέστηκε μὲν κατὰ τὸ χρήσιμον καὶ μάλιστα, διὰ γὰρ τὸ μὴ αὐταρκεῖν δοκοῦσι συνελθεῖν Arist.EE 1242a8, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ ἐρήμῳ LXX De.32.10, τέλειον γὰρ αὐτὸν ἐγέννησεν ὁ Πατήρ, καὶ αὐταρκοῦντα ἑαυτῷ Chrys.M.59.145
bastarse en o para algo αὐταρκούσης σου (para cuidar un cadáver) PLips.29.11 (III d.C.), αὐ. ἐγὼ εἰς παραθυμίαν σου A.Xanthipp.3.
2 estar satisfecho con su estado ὅσα μὲν δὴ καὶ ἄλλα τῆς συμβολῆς ταύτης ἀπελαύσαμεν εἰς εὐθυμίαν καὶ τὸ αὐταρκεῖν ἀπέραντον ἂν εἴη λέγειν Aristid.Or.50.38.
II de abstr. ser suficiente, bastar αὐταρκοῦααν ἀμοιβὴν εἰληφέναι νομίζομεν Chrys.M.53.252.

Russian (Dvoretsky)

αὐταρκέω: довлеть самому себе, довольствоваться своим (Thuc., Isocr. - v.l. к ἀνταρκέω Arst.).