διαπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. διεπέτασα Ar.<i>Lys</i>.732, Arist.<i>HA</i> 541<sup>b</sup>5, LXX <i>Ps</i>.87.10; perf. διαπεπετακώς D.S.17.115, v. med. διαπέπ[τ] ανται Pi.<i>Fr</i>.70b.4, part. διαπεπετασμένον D.S.17.10]<br />[[extender]], [[abrir]], [[desplegar]] (ἔρια) ἐπὶ τῆς κλίνης Ar.l.c., cf. 733, τὰς πλεκτάνας del pulpo, Arist.l.c., ἀετοὺς διαπεπετακότας τὰς πτέρυγας D.S.17.115, cf. LXX 3<i>Re</i>.6.27, τὸ ἐπικάλυμμα LXX 2<i>Re</i>.17.19, τὸν κόλπον I.<i>BI</i> 5.327, τὰς πύλας Gr.Nyss.<i>Steph</i>.1.90.1, cf. <i>Hom.in Cant</i>.53.6, en v. pas., Pi.l.c., λεπτὸν [[ἀράχνης]] ὕφασμά τι διαπεπετασμένον D.S.17.10<br /><b class="num">•</b>frec. en el AT [[extender]], [[tender]] τὰς χεῖρας en señal de súplica διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖρας μου LXX <i>Ps</i>.87.10, εἰς τὸν οὐρανόν LXX 3<i>Re</i>.8.22, cf. 38, 54, <i>To</i>.3.11S, <i>La</i>.1.17.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. διεπέτασα Ar.<i>Lys</i>.732, Arist.<i>HA</i> 541<sup>b</sup>5, [[LXX]] <i>Ps</i>.87.10; perf. διαπεπετακώς D.S.17.115, v. med. διαπέπ[τ] ανται Pi.<i>Fr</i>.70b.4, part. διαπεπετασμένον D.S.17.10]<br />[[extender]], [[abrir]], [[desplegar]] (ἔρια) ἐπὶ τῆς κλίνης Ar.l.c., cf. 733, τὰς πλεκτάνας del pulpo, Arist.l.c., ἀετοὺς διαπεπετακότας τὰς πτέρυγας D.S.17.115, cf. [[LXX]] 3<i>Re</i>.6.27, τὸ ἐπικάλυμμα [[LXX]] 2<i>Re</i>.17.19, τὸν κόλπον I.<i>BI</i> 5.327, τὰς πύλας Gr.Nyss.<i>Steph</i>.1.90.1, cf. <i>Hom.in Cant</i>.53.6, en v. pas., Pi.l.c., λεπτὸν [[ἀράχνης]] ὕφασμά τι διαπεπετασμένον D.S.17.10<br /><b class="num">•</b>frec. en el AT [[extender]], [[tender]] τὰς χεῖρας en señal de súplica διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖρας μου [[LXX]] <i>Ps</i>.87.10, εἰς τὸν οὐρανόν [[LXX]] 3<i>Re</i>.8.22, cf. 38, 54, <i>To</i>.3.11S, <i>La</i>.1.17.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:25, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπετάννῡμι Medium diacritics: διαπετάννυμι Low diacritics: διαπετάννυμι Capitals: ΔΙΑΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: diapetánnymi Transliteration B: diapetannymi Transliteration C: diapetannymi Beta Code: diapeta/nnumi

English (LSJ)

pf. A -πεπέτακα D.S.17.115, Pass. -πεπέτασμαι ib. 10:—open and spread out, Ar.Lys.732,733; τὰς πλεκτάνας, of the polypus, Arist.HA541b5; ἀετοὺς διαπεπετακότας τοὺς πτέρυγας D.S. 17.115:—Pass., pf. διαπέπ[τ]α[νται] πύλαι prob. in Pi.Dith.Oxy.2.4.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πετάννυμι), auseinanderbreiten, Ar. Lys. 732; τὰς πλεκτάνας, Arist. H. A. 5, 6; πτέρυγας, D. Sic. 17, 115, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπετάννυμι: ἢ -ύω, μέλλ. -πετάσω [ᾰ], πρκμ. διαπεπέτακα Διόδ. Σικ. 17, 115 [ᾰ]· - ἀνοίγω καὶ ἐξαπλώνω, Ἀριστοφ. Λυσ. 732, 733· τὰς πλεκτάνας, ἐπὶ τοῦ πολύποδος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 6, 2.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διεπέτασα Ar.Lys.732, Arist.HA 541b5, LXX Ps.87.10; perf. διαπεπετακώς D.S.17.115, v. med. διαπέπ[τ] ανται Pi.Fr.70b.4, part. διαπεπετασμένον D.S.17.10]
extender, abrir, desplegar (ἔρια) ἐπὶ τῆς κλίνης Ar.l.c., cf. 733, τὰς πλεκτάνας del pulpo, Arist.l.c., ἀετοὺς διαπεπετακότας τὰς πτέρυγας D.S.17.115, cf. LXX 3Re.6.27, τὸ ἐπικάλυμμα LXX 2Re.17.19, τὸν κόλπον I.BI 5.327, τὰς πύλας Gr.Nyss.Steph.1.90.1, cf. Hom.in Cant.53.6, en v. pas., Pi.l.c., λεπτὸν ἀράχνης ὕφασμά τι διαπεπετασμένον D.S.17.10
frec. en el AT extender, tender τὰς χεῖρας en señal de súplica διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖρας μου LXX Ps.87.10, εἰς τὸν οὐρανόν LXX 3Re.8.22, cf. 38, 54, To.3.11S, La.1.17.

Greek Monolingual

διαπετάννυμι και διαπεταννύω (Α) πετάννυμι
ανοιγω κάτι που ήταν διπλωμένο, ξεδιπλώνω.

Russian (Dvoretsky)

διαπετάννῡμι:
1) раскладывать (sc. ἔρια Arph.);
2) раскрывать, расправлять (τὰς πλεκτάνας Arst.; ἀετοὶ διαπεπετακότες τὰς πτέρυγας Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πετάννῡμι uitspreiden, met ἐπί + gen.: ἐπὶ τῆς κλίνης op het bed Aristoph. Lys. 732.