κατακτώ: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(19) |
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[κατακτώμαι]], -άομαι)<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[κάτι]] με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την [[εξουσία]]» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσελκύω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου (α. «τον κατέκτησε με τον τρόπο της» β. | |mltxt=(Α [[κατακτώμαι]], -άομαι)<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[κάτι]] με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την [[εξουσία]]» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσελκύω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου (α. «τον κατέκτησε με τον τρόπο της» β. «κατακτᾶσθαι τὸ [[θέατρον]]», Αιλ.)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] με βίαιο τρόπο, [[γίνομαι]] [[κύριος]] με πολεμικές επιχειρήσεις, [[κυριεύω]], [[καταλαμβάνω]] (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε το περσικό [[κράτος]]» β. «μεγάλους πλούτους κατακτήσασθαι, χώραν κατακτώμενοι», Ισοκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω ερωτικές επιτυχίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτῶμαι</i> «[[αποκτώ]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:05, 28 July 2022
Greek Monolingual
(Α κατακτώμαι, -άομαι)
1. αποκτώ κάτι με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την εξουσία» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.)
2. προσελκύω προς το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου (α. «τον κατέκτησε με τον τρόπο της» β. «κατακτᾶσθαι τὸ θέατρον», Αιλ.)
3. παίρνω κάτι με βίαιο τρόπο, γίνομαι κύριος με πολεμικές επιχειρήσεις, κυριεύω, καταλαμβάνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε το περσικό κράτος» β. «μεγάλους πλούτους κατακτήσασθαι, χώραν κατακτώμενοι», Ισοκρ.)
νεοελλ.
έχω ερωτικές επιτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κτῶμαι «αποκτώ»].