γαυριώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(8)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=γαυριῶ (-άω) (AM) [[γαύρος]]<br /><b>1.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]] (α. «[[ὥσπερ]] ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» — άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν [[μέρος]] στους αγώνες, <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]], έχω [[αφθονία]] («γαυριῶσαι τράπεζαι»).
|mltxt=[[γαυριῶ]] ([[γαυριάω]]) (AM) [[γαύρος]]<br /><b>1.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]] (α. «[[ὥσπερ]] ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» — άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν [[μέρος]] στους αγώνες, <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]], έχω [[αφθονία]] («γαυριῶσαι τράπεζαι»).
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 6 August 2022

Greek Monolingual

γαυριῶ (γαυριάω) (AM) γαύρος
1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» — άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ.
β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ
2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία («γαυριῶσαι τράπεζαι»).