ἀκόμιστος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />négligé, délaissé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κομίζω]].
|btext=ος, ον :<br />négligé, délaissé.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 16:40, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόμιστος Medium diacritics: ἀκόμιστος Low diacritics: ακόμιστος Capitals: ΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akómistos Transliteration B: akomistos Transliteration C: akomistos Beta Code: a)ko/mistos

English (LSJ)

ον, A slovenly, S.Ichn.143; untended, D.L.5.5, Nonn.D.40.174, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόμιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
négligé, délaissé.
Étymologie: , κομίζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 descuidado, desaliñado ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.Fr.314.149, ἀκόμιστος ἀλῆτις ... ἕρπω Epic.Alex.Adesp.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.
2 desatendido, desamparado Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.D.40.174, cf. hex. en PAnt.58.11
desoído ἔπος Nonn.Par.Eu.Io.14.24.
3 de plantas no cultivado de la vid silvestre Trag.Adesp.646a.b.24, Nonn.D.12.297.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόμιστος, -ον)
αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί
αρχ.
απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + κομιστὸς < κομίζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία.

Greek Monotonic

ἀκόμιστος: -ον (κομίζω), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόμιστος: запущенный, неряшливый Diog. L.

Middle Liddell

κομίζω
untended.