ἀκατάληκτος: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκατάληκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> не имеющий конца Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> стих. неусеченный, акаталектический ([[μέτρον]]). | |elrutext='''ἀκατάληκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не имеющий конца]] Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> стих. неусеченный, акаталектический ([[μέτρον]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A incessant, γένεσις Ocell.4.2, cf. Arr.Epict.1.17.3, Procl.in Prm.p.873 S., etc. Adv. -τως Agathin. ap. Orib. 10.7.26. II acatalectic, in prosody, Heph.4, Aristid. Quint.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάληκτος: -ον, ἀδιάλειπτος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 2. 23, 46 (ἔνθα ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ ἀκατάληκτος λέγεται ὁ στίχος ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne cesse pas;
2 t. de pros. dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.
Étymologie: ἀ, καταλήγω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inacabable ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.Epict.1.17.3
•inacabable, incesante Ocell.44, cf. Procl.in Prm.1119.
2 métr. acataléctico verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.
II adv. -ως incesantemente Agathin. en Orib.10.7.27.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάληκτος, -ον) και ακατάληχτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος
2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα, χωρίς προσθήκη καταταλήξεως)
αρχ.
ο αδιάλειπτος, ο ακατάπαυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταλήγω.
ΠΑΡ. ακαταληξία].
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάληκτος:
1) не имеющий конца Diog. L.;
2) стих. неусеченный, акаталектический (μέτρον).