κατειλυσπάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατειλυσπάομαι:''' соскальзывать, скатываться, спускаться (ἐκ τροχιλίας Arph.). | |elrutext='''κατειλυσπάομαι:''' [[соскальзывать]], [[скатываться]], [[спускаться]] (ἐκ τροχιλίας Arph.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 20 August 2022
English (LSJ)
Pass., A wriggle down, Ar.Lys.722.
German (Pape)
[Seite 1394] sich herunterwinden, = simpl., Ar. Lys. 722.
Greek (Liddell-Scott)
κατειλυσπάομαι: Παθ. (εἰλεῖν καὶ σπᾶσθαι), τὴν δ’ ἐκ τροχαλίας κατειλυσπωμένην (κατέλαβον) Ἀριστοφ. Λυσ. 722· πρόκειται περὶ γυναικὸς καταβαινούσης ἐκ τῆς ἀκροπόλεως διὰ τῆς τροχαλίας, δηλ. προσδεδεμένη εἰς τὸ ἓν ἄκρον τοῦ σχοινίου τῆς τροχαλίας ἐφέρετο πρὸς τὰ κάτω διὰ τοῦ ἰδίου βάρους, ἐν ᾧ ταυτοχρόνως ἐχάλα τὸ ἕτερον ἄκρον τοῦ σχοινίου ὅπερ ἐκράτει διὰ τῶν χειρῶν της·- πρβλ. ἰλυσπ-.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ειλυσπάομαι, alleen praes., naar beneden glijden.
Russian (Dvoretsky)
κατειλυσπάομαι: соскальзывать, скатываться, спускаться (ἐκ τροχιλίας Arph.).