κεκρατημένως: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεκρᾰτημένως:''' ярко, выразительно (ὑπογράφειν τι Sext.). | |elrutext='''κεκρᾰτημένως:''' [[ярко]], [[выразительно]] (ὑπογράφειν τι Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 20 August 2022
English (LSJ)
Adv., (κρατέω) A in a masterly manner, ἀποδεδωκέναι Hipparch.1.8.11, cf. Phld.Po.5.26, 29. 2 vigorously, v.l. in D.H. Comp.25. 3 positively, S.E.M.11.42.
German (Pape)
[Seite 1413] von κρατέω, fest, gest. Emp. adv. eth. 42.
Greek (Liddell-Scott)
κεκρᾰτημένως: Ἐπίρρ., (κρατέω) σταθερῶς, ὡρισμένως, «θετικῶς», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 42.
Greek Monolingual
κεκρατημένως (Α)
επίρρ.
1. με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά
2. θετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρατημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κρατῶ «εξουσιάζω»].
Russian (Dvoretsky)
κεκρᾰτημένως: ярко, выразительно (ὑπογράφειν τι Sext.).