κατασκελετεύω: Difference between revisions
m (Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατασκελετεύω:''' превращать в скелет, истощать до крайности (ἑαυτόν Plut.); pass. чахнуть, худеть Arst. | |elrutext='''κατασκελετεύω:''' [[превращать в скелет]], [[истощать до крайности]] (ἑαυτόν Plut.); pass. чахнуть, худеть Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 20 August 2022
English (LSJ)
A reduce to a skeleton, ἑαυτούς Plu.2.7d; τὸ σῶμα Sch.Ar.Ra.153:—Pass., to be wasted away, 'desiccated,' μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν -ευθεῖσαν Isoc.15.268, cf. Ph.1.198, al., Onos.1.5 (Act.), D.L.8.41: metaph., τὰ φυσικὰ ἔργα ταῖς τεχνολογίαις -ευόμενα Longin.2.1.
German (Pape)
[Seite 1378] ganz austrocknen, ausdörren, zum Skelett machen, ἑαυτούς Plut. de educ. lib. 10. – Pass., περιιδεῖν τὴν φύσιν τὴν αὑτῶν κατασκελετευθεῖσαν ἐπὶ τούτοις Isocr. 15, 268; Arist. H. A. 10, 3 u. Sp.; auch übertr., Longin. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκελετεύω: μεταποιῶ εἰς σκελετόν, ξηραίνω τὰς σάρκας καὶ τοὺς χυμοὺς ὥστε νὰ μένωσι τὰ ὀστᾶ μόνον, καταξηραίνω, ἑαυτὸν ἐν παιδεύμασιν, μαραίνεσθαι ἕνεκα τῆς συνεχοῦς καὶ ἐπιμόνου σπουδῆς, Πλούτ. 2. 7D· τὸ σῶμα κατεσκελετευκὼς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 153.― Παθ., καταστρέφομαι, μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν κατασκελετευθεῖσαν Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 287, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 15· ὠχροί, κατεσκελετευμένοι Φίλ. 1. 198, 10· ἐκ μακρᾶς καὶ φθινώδους νόσου κατεσκελετευμένον ὁ αὐτ. 583, 27· ἰσχνὸς καὶ κατεσκελετευμένος Διογ. Λ. 8. 41· μεταφ., τὰ μεγαλοφυῆ ταῖς τεχνολογίαις κατεσκελετευμένα Λογγῖν. 2. 1.
French (Bailly abrégé)
réduire à l’état de squelette, dessécher entièrement.
Étymologie: κατά, σκελετεύω.
Greek Monolingual
κατασκελετεύω (Α)
1. κάνω κάτι αδύνατο σαν σκελετό (α. «ἐν τοῖς παιδεύμασι τοῖς οὐδενὸς ἀξίοις ἑαυτούς κατασκελετεύουσι», Πλούτ. β. «ὡχροί, κατεσκελετευμένοι», Φίλ.)
2. παθ. κατασκελετεύομαι
καταστρέφομαι («περιιδεῖν τὴν φύσιν τῶν αὑτῶν κατασκελετευθεῖσαν», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκελετεύω «ξεραίνω, μαραίνω»].
Russian (Dvoretsky)
κατασκελετεύω: превращать в скелет, истощать до крайности (ἑαυτόν Plut.); pass. чахнуть, худеть Arst.