οἰκοποιός: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰκοποιός:''' делающий обитаемым, пригодным для жилья ([[τρυφή]] Soph.). | |elrutext='''οἰκοποιός:''' [[делающий обитаемым]], [[пригодным для жилья]] ([[τρυφή]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οἰκο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />constituting a [[house]], οἰκ. [[τροφή]] the comforts of a [[house]], Soph. | |mdlsjtxt=οἰκο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />constituting a [[house]], οἰκ. [[τροφή]] the comforts of a [[house]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 20 August 2022
English (LSJ)
όν, A constituting a house, οὐδ' ἔνδον οἰ. ἐστί τις τροφή the comforts of a house, S.Ph.32. II οἰκοποιός, ὁ, builder, structor, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοποιός: -όν, ὁ ἀποτελῶν τὸν οἶκον, ὁ καθιστῶν μέρος τι οἰκήσιμον, οὐδ’ ἔνδον οἰκ. ἐστί τις τροφή; δὲν ὑπάρχουσιν ἐντὸς τὰ πρὸς κατοικίαν χρήσιμα; Σοφ. Φ. 32 (Bgk. ἐστ’ ἐπιστροφή).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui rend (une caverne) habitable.
Étymologie: οἶκος, ποιέω.
Greek Monolingual
οἰκοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που κάνει έναν τόπο κατοικήσιμο
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰκοποιός
οικοδόμος, κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ποιος].
Greek Monotonic
οἰκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που απαρτίζει ένα σπίτι, αυτός που καθιστά ένα μέρος κατοικήσιμο, οἰκοποιὸς τροφή, οι ανέσεις ενός σπιτιού, τα χρήσιμα προς κατοίκηση, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοποιός: делающий обитаемым, пригодным для жилья (τρυφή Soph.).
Middle Liddell
οἰκο-ποιός, όν ποιέω
constituting a house, οἰκ. τροφή the comforts of a house, Soph.