προσπορπατός: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσπορπᾱτός:''' пристегнутый, привязанный (δεσμῷ Aesch.). | |elrutext='''προσπορπᾱτός:''' [[пристегнутый]], [[привязанный]] (δεσμῷ Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A fastened on or to with a πόρπη, pinned down, δεσμῷ A.Pr.142 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 779] (adj. verb. zu προσπορπάω), (mit der Spange) angesteckt, angeheftet, οἵῳ δεσμῷ προσπορπ., Aesch. Prom. 141.
Greek (Liddell-Scott)
προσπορπᾱτός: -ή, -όν, προσπεπατταλευμένος, κεκαρφωμένος, οἵῳ δεσμῷ προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 141.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fixé litt. agrafé contre.
Étymologie: πρός, πορπάω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, θηλ. και -ός, Α
προσαρμοσμένος, καρφωμένος με πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πορπῶ (< πόρπη) + επίθημα -τος].
Greek Monotonic
προσπορπᾱτός: -ή, -όν (πορπάω), στερεωμένος με πόρπη, καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
προσπορπᾱτός: пристегнутый, привязанный (δεσμῷ Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσπορπατός -ή -όν [πρός, πορπάω] vastgenageld.
Middle Liddell
προσ-πορπᾱτός, ή, όν πορπάω
fastened on with a πόρπη, pinned down, Aesch.