συντεταγμένως: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συντεταγμένως:''' согласованно, единодушно (λέγειν περί τινος Plat.). | |elrutext='''συντεταγμένως:''' [[согласованно]], [[единодушно]] (λέγειν περί τινος Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. [[pass]]. of [[συντάσσω]]<br />in set terms, Plat. | |mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. [[pass]]. of [[συντάσσω]]<br />in set terms, Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:52, 20 August 2022
English (LSJ)
Adv., (συντάσσω) A in set terms: v. sq.
Greek (Liddell-Scott)
συντεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συντάσσω, ἐν τάξει, συμπεφωνημένως κατὰ συμπεφωνημένου ὅρους, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σελ. 105, ἔκδ. Mil., Ἀγ. Ἐπιφαν. ἅπαντα τ. ΙΙ, σελ. 130, Λεόντιος ἐν Spicil. Rom. Mai. τ. Χ, σ. 28 τοῦ β΄ μέρους, ἴδε τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
adv.
en ordre, d’une manière convenue.
Étymologie: de συντεταγμένος part. pf. Pass. de συντάσσω.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. με συμφωνημένους όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταγμένος του συντάσσω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
συντεταγμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντάσσω, με καθορισμένους, συμπεφωνημένους όρους, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συντεταγμένως: согласованно, единодушно (λέγειν περί τινος Plat.).
Middle Liddell
[adverb from part. perf. pass. of συντάσσω
in set terms, Plat.