φοιβόληπτος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φοιβόληπτος:''' одержимый Фебом, боговдохновенный ([[ὥσπερ]] [[ἐπίπνους]] καὶ φ. Plut.). | |elrutext='''φοιβόληπτος:''' [[одержимый Фебом]], [[боговдохновенный]] ([[ὥσπερ]] [[ἐπίπνους]] καὶ φ. Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 20 August 2022
English (LSJ)
Ion. φοιβό-λαμπτος, ον, A possessed by Phoebus, Hdt.4.13, Lyc.1460, Plu.Pomp.48, Plot.5.8.10.
German (Pape)
[Seite 1295] vom Phöbus ergriffen, begeistert, Lycophr. 1460.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
possédé, inspiré de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος, ληπτός.
Greek Monolingual
-η, -ο / φοιβόληπτος, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, -ον, Α
νεοελλ.
αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση
αρχ.
αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφό-ληπτος].
Russian (Dvoretsky)
φοιβόληπτος: одержимый Фебом, боговдохновенный (ὥσπερ ἐπίπνους καὶ φ. Plut.).