ἀποφθεγματικός: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
mNo edit summary |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποφθεγμᾰτικός:''' состоящий из сжатых изречений, сентенциозный (λόγοι, βραχιλογία Plut.). | |elrutext='''ἀποφθεγμᾰτικός:''' [[состоящий из сжатых изречений]], [[сентенциозный]] (λόγοι, βραχιλογία Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀπόφθεγμα]]<br />dealing in apophthegms, [[sententious]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ἀπόφθεγμα]]<br />dealing in apophthegms, [[sententious]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, dealing in apophthegms, sententious, Plu.Lyc.19, Brut.2, Demetr.Eloc.9; θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς, i.e. bare assertions, Epicur.Nat.14.9. Adv. ἀποφθεγματικῶς Eust.1870.46.
German (Pape)
[Seite 334] spruchreich, der gern in Sentenzen spricht, καὶ βραχυλόγος Plut. Lyc. 19; βραχυλογία Brut. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφθεγματικός: ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα ὅταν λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος βραχυλόγος τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui a un sens profond;
2 qui parle par sentences.
Étymologie: ἀπόφθεγμα.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que habla por medio de apotegmas, sentencioso τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.Lyc.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... βραχυλογία Plu.Brut.2, cf. Demetr.Eloc.9, Sch.Er.Il.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.Fr.[29.30] 2.
2 adv. ἀποφθεγματικῶς = sentenciosamente, profundamente Eust.1870.46.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποφθεγματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά
2. λιγόλογος, λακωνικός.
Greek Monotonic
ἀποφθεγματικός: -ή, -όν, αυτός που χρησιμοποιεί αποφθέγματα στον λόγο του, βραχυλόγος, λακωνικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφθεγμᾰτικός: состоящий из сжатых изречений, сентенциозный (λόγοι, βραχιλογία Plut.).
Middle Liddell
ἀπόφθεγμα
dealing in apophthegms, sententious, Plut.