ἀπερινόητος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπερινόητος:''' непонятный, непостижимый Diog. L.
|elrutext='''ἀπερινόητος:''' [[непонятный]], [[непостижимый]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 12:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερινόητος Medium diacritics: ἀπερινόητος Low diacritics: απερινόητος Capitals: ΑΠΕΡΙΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: aperinóētos Transliteration B: aperinoētos Transliteration C: aperinoitos Beta Code: a)perino/htos

English (LSJ)

ον, A incomprehensible, v.l. in S.E.P.2.70, Ph. 1.581, Dam.Pr.4, PMag.Par.1.1138. 2 inconceivable, i.e. indefinitely short, χρόνος Epicur.Ep.1p.10U. II unintelligent, Eust. 644.43. III Adv. -τως inadvisedly, Plb.4.57.10. 2 inperceptibly, S.E.P.3.145 codd. ἀπερί-οδος, ον, not periodic, D.H.Comp. 23, cf.26.

German (Pape)

[Seite 288] unbegreiflich, Sext. Emp.; adv. ἀπερινοήτως, unversehens, Pol. 4, 57, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερινόητος: -ον, ἀκατανόητος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 70, Φίλων 1. 581. ΙΙ. ὁ χυδαῖος, Εὐστ. 644. 43. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, Πολύβ. 4. 57, 10.

Spanish (DGE)

(ἀπερῐνόητος) -ον
I 1imperceptible χρόνος Epicur.Ep.[2] 46.
2 incomprensible σχῆμα κόσμου PMag.4.1138, cf. Dam.Pr.4, del Verbo divino, Ph.1.581, Ep.Diog.1.2, de Dios, Clem.Al.Ecl.21, del Hijo A.Io.77.
3 ininteligible ἀ. γίνεται τὸ λεγόμενον Chrys.M.59.53, cf. Isid.Pel.Ep.M.78.509A.
II que no entiende, incapaz de entender γλῶσσα Eust.644.43, c. gen. ψυχὴ ... ἀ. δὲ τοῦ πατρός Athenag.Leg.27.2.
III adv. -ως
1 incomprensiblemente de la generación del Hijo de Dios ἐγεννήθη δὲ ... ἀ. Ath.Al.M.25.201B, ὁ δὲ ἐκ τοῦ ὄντος ἀ. προελθών Cyr.Al.M.73.925C, cf. Apol.Orient.11.
2 irreflexivamente, poco inteligentemente οἱ δὲ παρεισπεσόντες ἀ. Plb.4.57.10.

Greek Monolingual

ἀπερινόητος, -ον (AM)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γίνει νοητός, ο ασύλληπτος
μσν.
αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν μαθαίνει κάτι, αμαθής
αρχ.
1. μη κατανοητός
2. (για χρόνο) πολύ σύντομος, ανεπαίσθητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερινόητος: непонятный, непостижимый Diog. L.