κυβερνητήριος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῠβερνητήριος:''' относящийся к кормчему ([[ἔργον]] Plut.). | |elrutext='''κῠβερνητήριος:''' [[относящийся к кормчему]] ([[ἔργον]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κῠβερνητήριος, η, ον = [[κυβερνητικός]], Orac. ap. Plut.] | |mdlsjtxt=κῠβερνητήριος, η, ον = [[κυβερνητικός]], Orac. ap. Plut.] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 20 August 2022
English (LSJ)
α, ον, A = κυβερνητικός, Orac. ap. Plu.Sol.14.
German (Pape)
[Seite 1522] zum Steuermann gehörig; ἔργον, die Arbeit des Steuerns, or. bei Plut. Sol. 14.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνητήριος: -α, -ον, = κυβερνητικός, Χρησ. παρὰ Πλουτ. Σόλ. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne le pilote ou la manœuvre du gouvernail.
Étymologie: κυβερνητήρ.
Greek Monolingual
κυβερνητήριος, -ία, -ον (Α) κυβερνητήρ
κυβερνητικός.
Greek Monotonic
κῠβερνητήριος: -α, -ον = κυβερνητικός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman.
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνητήριος: относящийся к кормчему (ἔργον Plut.).
Middle Liddell
κῠβερνητήριος, η, ον = κυβερνητικός, Orac. ap. Plut.]