μελίχλωρος: Difference between revisions
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελίχλωρος:''' желтый как мед Plat., Theocr. | |elrutext='''μελίχλωρος:''' [[желтый как мед]] Plat., Theocr. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μελί-χλωρος, ον<br />[[honey]]-[[pale]], Plat., Theocr. | |mdlsjtxt=μελί-χλωρος, ον<br />[[honey]]-[[pale]], Plat., Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A honey-yellow, olive-complexioned, Pl.R.474e, Arist.Phgn.812a19, Theoc. 10.27, Nic.Th.797; μ. ἦν ὁ Πάτροκλος Philostr.Her.19.9.
German (Pape)
[Seite 125] honiggelb, Arist. physiogn. 6, auch Plat. Rep. V, 474 e richtigere Lesart für μελάγχλωρος, u. Theocr. 10, 27.
Greek (Liddell-Scott)
μελίχλωρος: -ον, ὁ ἔχων μέλιτος χροιάν, ἢ ἴσως μόνον λέξις ἠπιωτέρα ἀντὶ τοῦ χλωρός, Πλάτ. Πολ. 474Ε, Θεόκρ. 10. 27, Νικ. Θηρ. 797.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
jaune comme le miel.
Étymologie: μέλι, χλωρός.
Greek Monolingual
μελίχλωρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του μελιού, κίτρινος, χλομός
2. φρ. «μελίχλωρος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χλωρός (πρβλ. μιξόχλωρος, υπόχλωρος].
Greek Monotonic
μελίχλωρος: -ον, αυτός που έχει το ωχρό χρώμα του μελιού, χλωμός, σε Πλάτ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μελίχλωρος: желтый как мед Plat., Theocr.