μονοστιβής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μονοστῐβής:''' идущий один (εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μ. Aesch.). | |elrutext='''μονοστῐβής:''' [[идущий один]] (εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μ. Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, (στείβω) A walking alone, unattended, A.Ch. 768.
German (Pape)
[Seite 205] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
Greek (Liddell-Scott)
μονοστῐβής: -ές, (στείβω) ὁ βαδίζων μόνος ἄνευ ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui marche peu, solitaire.
Étymologie: μόνος, στείβω.
Greek Monolingual
μονοστιβής, -ές (Α)
αυτός που βαδίζει μόνος, χωρίς ακόλουθο («ξὺν λοχίταις είτε καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στιβής (< στῖβος, τὸ), πρβλ. θεο-στιβής].
Greek Monotonic
μονοστιβής: -ές (στείβω), αυτός που βαδίζει μόνος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μονοστῐβής: идущий один (εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μ. Aesch.).
Middle Liddell
μονο-στῐβής, ές στείβω
walking alone, Aesch.