μονοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονοτόκος:''' рождающий только одного детеныша (ἡ [[ἵππος]] Arst.).
|elrutext='''μονοτόκος:''' [[рождающий только одного детеныша]] (ἡ [[ἵππος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:23, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοτόκος Medium diacritics: μονοτόκος Low diacritics: μονοτόκος Capitals: ΜΟΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: monotókos Transliteration B: monotokos Transliteration C: monotokos Beta Code: monoto/kos

English (LSJ)

Ep. μουνοτόκος, ον, A bearing but one at a time, Arist.HA576a1, GA772b2. II = μονότεκνος (one who has an only child), ζῷα Plu.2.93f, cf. Call.Ap.54, Nonn.D.6.31. III proparox., μουνοτόκος κούρη = an only child, ib.58.

German (Pape)

[Seite 205] ein Junges gebärend, Arist. H. A. 7, 4 part. an. 4, 10; ion. μουνοτ., Callim. Apoll. 54.

Greek (Liddell-Scott)

μονοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν μόνον ἓν τέκνον ἑκάστοτε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 3, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· - Ἰων. μουν-, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 54.

Greek Monolingual

-ο (Α μονοτόκος, ιων. τ. μουνοτόκος, -ον)
1. αυτός που γεννά κάθε φορά ένα μόνο τέκνο
2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, μονότεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + τόκος(< τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

Russian (Dvoretsky)

μονοτόκος: рождающий только одного детеныша (ἡ ἵππος Arst.).