ξενοφόνος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξενοφόνος:''' убивающий чужеземцев или гостей Eur., Plat. | |elrutext='''ξενοφόνος:''' [[убивающий чужеземцев или гостей]] Eur., Plat. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:25, 20 August 2022
English (LSJ)
poet. ξεινο-, ον, A murdering strangers, ἄνδρες Pl.Ep.336d; μάχαιρα Nonn.D.9.41. II ξ. τιμαί honour paid to inurderers of strangers, E.IT776.
German (Pape)
[Seite 278] Gastfreunde od. Fremde mordend, Plat. ep. VII, 336 d; ep. ξεινοφόνος, Nonn. D. 9, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοφόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς ξένους, Εὐρ. Ι. Τ. 776, Πλάτ. Ἐπιστ. 336D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue des étrangers.
Étymologie: ξένος, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
ξενοφόνος, ιων. τ. ξεινοφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει τους ξένους
2. φρ. «ξενοφόνοι τιμαί» — τιμές που αποδίδονταν σε όσους φόνευαν ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ξεῖνος + -φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. θηρο-φόνος.
Greek Monotonic
ξενοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που φονεύει ξένους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ξενοφόνος: убивающий чужеземцев или гостей Eur., Plat.
Middle Liddell
ξενο-φόνος, ον, [*φένω
murdering strangers, Eur.