περικρεμής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περικρεμής:''' кругом увешанный (ναὸς π. ἀναθήμασι Luc.).
|elrutext='''περικρεμής:''' [[кругом увешанный]] (ναὸς π. ἀναθήμασι Luc.).
}}
}}

Revision as of 13:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρεμής Medium diacritics: περικρεμής Low diacritics: περικρεμής Capitals: ΠΕΡΙΚΡΕΜΗΣ
Transliteration A: perikremḗs Transliteration B: perikremēs Transliteration C: perikremis Beta Code: perikremh/s

English (LSJ)

ές, A hanging, cj. for περικρατές in Opp.H.4.541. II c. dat., hung round with, ἀγάλμασι Luc.Trag.142.

German (Pape)

[Seite 581] ές, darum od. daran hangend, ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι, Luc. Tragodop. 141, ein Tempel, in welchem Geschenke aufgehängt sind.

Greek (Liddell-Scott)

περικρεμής: -ές, ἔχων κρεμάμενα ὁλόγυρα …, ἀναθήμασι Λουκ. Τραγῳδοποδ. 141.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rempli de choses suspendues.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

-ές, Α περικρεμάννυμι
1. αναρτημένος γύρω από κάτι
2. αυτός που έχει κάτι κρεμασμένο γύρω γύρω («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», Λουκιαν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικρεμής -ές [περί, κρεμάννυμι] volgehangen met, behangen met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

περικρεμής: кругом увешанный (ναὸς π. ἀναθήμασι Luc.).