καναχής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰνᾰχής:''' звучный, громкий: [[δάκρυ]] καναχές Aesch. слезы с воплями.
|elrutext='''κᾰνᾰχής:''' [[звучный]], [[громкий]]: [[δάκρυ]] καναχές Aesch. слезы с воплями.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνᾰχής Medium diacritics: καναχής Low diacritics: καναχής Capitals: ΚΑΝΑΧΗΣ
Transliteration A: kanachḗs Transliteration B: kanachēs Transliteration C: kanachis Beta Code: kanaxh/s

English (LSJ)

ές, of water, A plashing, κ. δάκρυ A.Ch.152 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1320] ές, rauschend, tönend, Aesch. Ch. 150 ἵετε δάκρυ καναχές, mit Schluchzen oder lauter Klage verbundenes Weinen.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνᾰχής: -ές, ἵετε δάκρυ καναχές, συνοδευόμενον ὑπὸ κωκυτῶν καὶ στεναγμῶν, Αἰσχύλ. Χο. 152· πρβλ. καναχή, -ηδά.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui résonne, càd accompagné de gémissement.
Étymologie: καναχέω.

Greek Monolingual

καναχής, -ές (Α) καναχή
(για δάκρυα) αυτός που συνοδεύεται από στεναγμούς και θρήνους («δάκρυ καναχές», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κᾰνᾰχής: -ές, λέγεται για το νερό, αυτός που παφλάζει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνᾰχής: звучный, громкий: δάκρυ καναχές Aesch. слезы с воплями.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καναχής -ές [καναχή] klaterend.

Middle Liddell

κᾰνᾰχής, ές
of water, plashing, Aesch.