ἐπισκεπής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπισκεπής:''' укрытый, защищенный: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте. | |elrutext='''ἐπισκεπής:''' [[укрытый]], [[защищенный]]: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, (σκέπη) A covered over, sheltered, Arist.HA616b14, Thphr.Vent.30.
German (Pape)
[Seite 978] ές, von oben bedeckt, geschützt, καθίζει χειμῶνος ἐν εὐηλίῳ καὶ εὐσκεπεῖ Arist. H. A. 9, 16; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκεπής: -ές, (σκέπη) παρέχων σκέπην, καθίζει δὲ θέρους ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ, χειμῶνος δ’ ἐν εὐηλίῳ καὶ ἐπισκεπεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 30.
Greek Monolingual
ἐπισκεπής, -ές (Α)
σκεπαστός, αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο και το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα»)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκεπής: укрытый, защищенный: ἐν ἐπισκεπεῖ Arst. в укрытом месте.