πολύκρουνος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύκρουνος:''' многострунный: [[ὕδωρ]] πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.
|elrutext='''πολύκρουνος:''' [[многострунный]]: [[ὕδωρ]] πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κρουνος, ον,<br />with [[many]] springs, Anth.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κρουνος, ον,<br />with [[many]] springs, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκρουνος Medium diacritics: πολύκρουνος Low diacritics: πολύκρουνος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: polýkrounos Transliteration B: polykrounos Transliteration C: polykrounos Beta Code: polu/krounos

English (LSJ)

ον, A with many springs, στόματα fountains many-gushing, AP9.669.4 (Marian.); with many mouths, φιάλαι Aristid.Or.17(15).22.

German (Pape)

[Seite 665] vielquellig, στόματα, viele Mündungen von Brunnenröhren, Marian. 3 (IX, 669).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρουνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κρουνούς, στόματα π., πηγαὶ πολλαχόθεν ἀναβλύζουσαι, Ἀνθ. Π. 9. 669.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a de nombreuses sources;
2 par où l’eau s’échappe comme de nombreuses sources.
Étymologie: πολύς, κρουνός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή πολλά στόμια (α. «πολύκρουνος κρήνη» β. «πολύκρουνος φιάλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κρουνός «πηγή» (πρβλ. δωδεκά-κρουνος)].

Greek Monotonic

πολύκρουνος: -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκρουνος: многострунный: ὕδωρ πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.

Middle Liddell

πολύ-κρουνος, ον,
with many springs, Anth.