κεραμευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to ", $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerameftikos
|Transliteration C=kerameftikos
|Beta Code=kerameutiko/s
|Beta Code=kerameutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for a [[potter]], ὁ κ. τροχός <span class="bibl">D.S.4.76</span>, cf.<span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.93</span>; ἀκολασία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>11</span>, etc.; <b class="b3">ἡ -κὴ τέχνη</b> <b class="b2">the potter's art, pottery</b>, <span class="bibl">D.S.19.1</span>,<span class="bibl">2</span>: without [[τέχνη]], <span class="bibl">Poll. 7.161</span>; τὰ κ. [[earthenware]], PTeb.342.17 (ii A.D.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for a [[potter]], ὁ κ. τροχός <span class="bibl">D.S.4.76</span>, cf.<span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.93</span>; ἀκολασία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>11</span>, etc.; <b class="b3">ἡ -κὴ τέχνη</b> [[the potter's art]], [[pottery]], <span class="bibl">D.S.19.1</span>,<span class="bibl">2</span>: without [[τέχνη]], <span class="bibl">Poll. 7.161</span>; τὰ κ. [[earthenware]], PTeb.342.17 (ii A.D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμευτικός Medium diacritics: κεραμευτικός Low diacritics: κεραμευτικός Capitals: ΚΕΡΑΜΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kerameutikós Transliteration B: kerameutikos Transliteration C: kerameftikos Beta Code: kerameutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a potter, ὁ κ. τροχός D.S.4.76, cf.S.E.M.10.93; ἀκολασία Luc.Am.11, etc.; ἡ -κὴ τέχνη the potter's art, pottery, D.S.19.1,2: without τέχνη, Poll. 7.161; τὰ κ. earthenware, PTeb.342.17 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1420] zum Töpfer gehörig; τροχός, Töpferscheibe, D. Sic. 4, 76; S. Emp. adv. phys. 2, 93; τέχνη, Töpferkunst, Poll. 7, 161.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κεραμέα, κερ. ῥύμη, = Κεραμεικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ὁ κ. τροχὸς Διόδ. 4. 76· ἀκολασία Λουκ. Ἔρωτ. 11, κτλ.· ― ἡ κεραμευτικὴ τέχνη, ἡ τοῦ κεραμέως τέχνη, Διόδ. 19. 1 καὶ 2· ἄνευ τοῦ τέχνη, Πολυδ. 7. 161. Ἐπίρρ. -κῶς, Ὠριγέν. τ. 3. σ. 241Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κεραμευτικός, -ή, -όν) κεραμευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμευτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του κεραμέα, η κεραμική
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεραμευτικά
πήλινα είδη, κεραμικά.
επίρρ...
κεραμευτικῶς (Α)
με τρόπο σχετικό με την κεραμευτική.

Russian (Dvoretsky)

κεραμευτικός: гончарный (τροχός Diod., Sext.; τέχνη Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμευτικός -ή -όν [κεραμεύς] pottenbakkers-.