πάμμαχος: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pammachos | |Transliteration C=pammachos | ||
|Beta Code=pa/mmaxos | |Beta Code=pa/mmaxos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ready]] or [[sufficient for every battle]], θράσος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>169</span> (lyr.); [[epithet]] of [[Athena]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>1321</span>; esp. = [[παγκρατιαστής]], | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ready]] or [[sufficient for every battle]], θράσος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>169</span> (lyr.); [[epithet]] of [[Athena]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>1321</span>; esp. = [[παγκρατιαστής]], [[fighting by all means]], [[with all one's resources]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>271c</span>, <span class="bibl">Theoc. 24.114</span>, <span class="title">APl.</span>4.52 (Phil.), <span class="bibl">D.Chr.8.19</span>; τοὺς πέντε προεκαλεσάμην πάμμαχα <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>6222.22</span> (iii A. D.); so <b class="b3">εἰς τὸ πάμμαχον</b> ib.<span class="bibl">26</span>; ὁ παμμάχων κεραυνός <span class="title">AP</span>7.692 (Antip. or Phil.): metaph., <b class="b3">οὐ φαῦλος ἀλλὰ π. ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας</b> [[calling for all resources]], Plu.2.804b; also π: [[ἀτυχίη]] incompetence [[ready for anything]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Praec.</span>13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:40, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A ready or sufficient for every battle, θράσος A.Ag.169 (lyr.); epithet of Athena, Ar.Lys.1321; esp. = παγκρατιαστής, fighting by all means, with all one's resources, Pl.Euthd.271c, Theoc. 24.114, APl.4.52 (Phil.), D.Chr.8.19; τοὺς πέντε προεκαλεσάμην πάμμαχα Sammelb.6222.22 (iii A. D.); so εἰς τὸ πάμμαχον ib.26; ὁ παμμάχων κεραυνός AP7.692 (Antip. or Phil.): metaph., οὐ φαῦλος ἀλλὰ π. ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας calling for all resources, Plu.2.804b; also π: ἀτυχίη incompetence ready for anything, Hp.Praec.13.
Greek Monolingual
πάμμαχος ή παμμάχος, -ον (Α)
1. έτοιμος ή ικανός για κάθε είδους μάχη, αυτός που μπορεί να αντεπεξέλθει σε κάθε μάχη
2. παγκρατιαστής που αγωνίζεται σε κάθε είδους αγώνα
3. αυτός που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να νικήσει («οὐ φαῡλος ἀλλὰ παμμάχος ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας», Πλούτ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμμαχα
με όλα τα μέσα
5. φρ. «εἰς τὸ πάμμαχον» — στον αγώνα με όλα τα μέσα
β) «πάμμαχος ἀτυχίη» — ατυχία που καταβάλλει εντελώς ή η πανίσχυρη ατυχία (Ιπποκρ.).
επίρρ...
παμμάχως (Α)
με όλη τη μαχητική δύναμη κάποιου, με όλα τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μαχος (< μάχομαι)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμμαχος -ον [πᾶς, μάχη] tot elke strijd bereid, vechtlustig; overdr. tot alles bereid, brutaal. op alle manieren vechtend. subst. ὁ πάμμαχος pankratiast.