κατασκευαστής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataskevastis | |Transliteration C=kataskevastis | ||
|Beta Code=kataskeuasth/s | |Beta Code=kataskeuasth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[contriner]], Hsch. and Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[μηχανορράφος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[contriner]], Hsch. and Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[μηχανορράφος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[one who makes provision]], [[commissariat officer]], [[quartermaster]], <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>30.7.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:05, 20 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A contriner, Hsch. and Suid. s.v. μηχανορράφος. 2 one who makes provision, commissariat officer, quartermaster, Just.Nov.30.7.1.
German (Pape)
[Seite 1378] ὁ, der Einrichtende, Zubereitende, Sp., auch im schlimmen Sinne, wie Suid. s. v. μηχανοῤῥάφος erkl.: κατασκευαστὴς τὰ φαῦλα μηχανώμενος.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευαστής: -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ μηχανορράφος, ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) κατασκευάζω
1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων»)
2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος
μσν.-αρχ.
ο προμηθευτής τών αναγκαίων σε στρατιωτική μονάδα ο αξιωματικός επιμελητείας.