κατασκευάστρια
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
ἡ, fem. of κατασκευαστής, she who prepares, Sch.Lyc.578 (ed. Bachm.).
German (Pape)
[Seite 1378] ἡ, fem. zu κατασκευαστής, Schol. Lycophr. 578.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευάστρια: ἡ, θηλ. τοῦ κατασκευαστής, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 578.
Greek Monolingual
η (AM κατασκευάστρια)
βλ. κατασκευαστής.