εὐχυμία: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐχῡμία:''' ἡ сочность (sc. τοῦ ξύλου Plut.).
|elrutext='''εὐχῡμία:''' ἡ [[сочность]] (sc. τοῦ ξύλου Plut.).
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχῡμία Medium diacritics: εὐχυμία Low diacritics: ευχυμία Capitals: ΕΥΧΥΜΙΑ
Transliteration A: euchymía Transliteration B: euchymia Transliteration C: efchymia Beta Code: eu)xumi/a

English (LSJ)

ἡ, A = εὐχυλία, Hp.Loc.Hom.10 (dub. l.), Thphr.CP6.11.4. II Medic., healthy state of the humours, Gal.11.491, al. 2 of food, faculty of producing such a state, Id.6 749.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ, = εὐχυλία, guter Geschmack, Hippocr., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχῡμία: ἡ, = εὐχυλία, Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.

Greek Monolingual

η (Α εὐχυμία) εύχυμος
αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα
αρχ.
1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών του σώματος
2. (για τροφές) η ικανότητα της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως.

Russian (Dvoretsky)

εὐχῡμία:сочность (sc. τοῦ ξύλου Plut.).