νυκτοπορία: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νυκτοπορία:''' ἡ ночной переход, ночное передвижение Polyb., Plut. | |elrutext='''νυκτοπορία:''' ἡ [[ночной переход]], [[ночное передвижение]] Polyb., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νυκτοπορία]], ἡ,<br />a [[night]]-[[journey]], [[night]]-[[march]], Polyb. | |mdlsjtxt=[[νυκτοπορία]], ἡ,<br />a [[night]]-[[journey]], [[night]]-[[march]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A night-march, Plb. 5.7.3, D.S.18.40, Plu.Alex.22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
marche de nuit.
Étymologie: νύξ, πόρος.
Greek Monolingual
η (Α νυκτοπορία) νυκτοπόρος
(ιδίως για μετακινήσεις στρατευμάτων) πορεία στη διάρκεια της νύχτας, νυχτερινή πορεία.
Greek Monotonic
νυκτοπορία: ἡ, νυχτερινή περιήγηση, νυχτερινή πορεία, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτοπορία: ἡ ночной переход, ночное передвижение Polyb., Plut.
Middle Liddell
νυκτοπορία, ἡ,
a night-journey, night-march, Polyb.