παράμονος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paramonos
|Transliteration C=paramonos
|Beta Code=para/monos
|Beta Code=para/monos
|Definition=poet. πάρμονος, ον, rarer form of foreg. ([[quod vide|q.v.]]), <span class="sense"><span class="bld">A</span> πένθος Plu.2.114f; εὐτυχία <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).207, cf. <span class="bibl">Vett.Val.292.30</span>; οἶνος <span class="title">Gp.</span>1.12.32; ὄλβος παρμονώτερος <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>8.17</span>.</span>
|Definition=poet. πάρμονος, ον, rarer form of foreg. ([[quod vide|q.v.]]), πένθος Plu.2.114f; εὐτυχία <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).207, cf. <span class="bibl">Vett.Val.292.30</span>; οἶνος <span class="title">Gp.</span>1.12.32; ὄλβος παρμονώτερος <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>8.17</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράμονος Medium diacritics: παράμονος Low diacritics: παράμονος Capitals: ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ
Transliteration A: parámonos Transliteration B: paramonos Transliteration C: paramonos Beta Code: para/monos

English (LSJ)

poet. πάρμονος, ον, rarer form of foreg. (q.v.), πένθος Plu.2.114f; εὐτυχία Cat.Cod.Astr.8(4).207, cf. Vett.Val.292.30; οἶνος Gp.1.12.32; ὄλβος παρμονώτερος Pi.N.8.17.

German (Pape)

[Seite 490] = Vorigem; καὶ εὔνους ὑπηρέτης, Xen. Mem. 2, 10, 3; Sp.; – poet. παρμονώτερος ἀνθρώποισι ὄλβος, Pind. N. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

παράμονος: ποιητικ. πάρμονος, ον, σπανιώτερος τύπος τοῦ προηγ. (ὃ ἴδε), πένθος Πλούτ. 2. 114F· οἶνος Γεωπ. 1. 12, 52· ὄλβος παρμονώτερος Πινδ. Ν. 8. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράμονος· καρτερός».

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. πάρμονος, -ον, ΜΑ
παραμόνιμος
μσν.
αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («παράμονος οἶνος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -μονος (< μένω), πρβλ. έμ-μονος, κατά-μονος].

Greek Monotonic

παράμονος: ποιητ. πάρμονος, -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

παράμονος: дор. πάρμονος 2 Pind., Xen., Plut. = παραμόνιμος.

Middle Liddell

παράμονος, ποετ. πάρμονος, ον, = παραμόνιμος, Pind.]