περισείρια: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periseiria | |Transliteration C=periseiria | ||
|Beta Code=perisei/ria | |Beta Code=perisei/ria | ||
|Definition=<b class="b3">τὰ πλάγια τῆς γλώττης</b>, Hsch.; cf. | |Definition=<b class="b3">τὰ πλάγια τῆς γλώττης</b>, Hsch.; cf. παράσειρος ''ΙΙ''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 23 August 2022
English (LSJ)
τὰ πλάγια τῆς γλώττης, Hsch.; cf. παράσειρος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 590] τά, = παρασείρια, παρασύρια, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
περισείρια: τά, πρβλ. παράσειρος ΙΙ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ πλάγια της γλώττης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σειρά (πρβλ. παρά-σειρα «οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας»)].