πλουτισμός: Difference between revisions

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ploutismos
|Transliteration C=ploutismos
|Beta Code=ploutismo/s
|Beta Code=ploutismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[enriching]], <span class="bibl">Eust. 740.42</span>, etc.</span>
|Definition=ὁ, [[enriching]], <span class="bibl">Eust. 740.42</span>, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:20, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτισμός Medium diacritics: πλουτισμός Low diacritics: πλουτισμός Capitals: ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ploutismós Transliteration B: ploutismos Transliteration C: ploutismos Beta Code: ploutismo/s

English (LSJ)

ὁ, enriching, Eust. 740.42, etc.

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, Bereicherung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτισμός: ὁ, τὸ πλουτίζειν ἢ πλουτίζεσθαι, Εὐστ. 740. 42, κτλ.

Greek Monolingual

ο, Ν Μ πλουτίζω
1. η απόκτηση πολλών υλικών αγαθών, η απόκτηση υλικού πλούτου, θησαύρισμα
2. μτφ. απόκτηση μεγάλων πνευματικών αγαθών ή ηθικών ωφελημάτων («πλουτισμός σε γνώσεις και σε πείρα»)
3. φρ. «αδικαιολόγητος πλουτισμός»
(νομ.) επαύξηση της περιουσίας ενός προσώπου εις βάρος άλλου χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία για αυτό, το περιουσιακό όφελος που αποκτά κανείς από την περιουσία άλλου με ζημία άλλου.