σελλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sellizomai
|Transliteration C=sellizomai
|Beta Code=selli/zomai
|Beta Code=selli/zomai
|Definition=Pass., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[imitate Aeschines]] <b class="b3">ὁ Σέλλου</b>, [[affect to be wealthy]], <span class="bibl">Phryn.Com.10</span>; but also <b class="b3">σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι</b> (v. [[ψελλός]]) <b class="b3">, τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει</b>, Hsch.</span>
|Definition=Pass., [[imitate Aeschines]] <b class="b3">ὁ Σέλλου</b>, [[affect to be wealthy]], <span class="bibl">Phryn.Com.10</span>; but also <b class="b3">σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι</b> (v. [[ψελλός]]) <b class="b3">, τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει</b>, Hsch.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελλίζομαι Medium diacritics: σελλίζομαι Low diacritics: σελλίζομαι Capitals: ΣΕΛΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: sellízomai Transliteration B: sellizomai Transliteration C: sellizomai Beta Code: selli/zomai

English (LSJ)

Pass., imitate Aeschines ὁ Σέλλου, affect to be wealthy, Phryn.Com.10; but also σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι (v. ψελλός) , τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σελλίζομαι: Παθ., μιμοῦμαι τοὺς Σελλοὺς, ἐπιδεικτικῶς προσποιοῦμαι πενίαν, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Κρον.» 5, ἔνθα ἴδε Meineke· -σελλισμός, ὁ, πιθαν. γραφὴ παρὰ Θεογνώστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 11. -Καθ’ Ἡσύχ.: «σελλίζεσθαι· ψελλίζεσθαι. τινὲς δὲ σελλίζει· ἀλαζονεύει».

Greek Monolingual

Α
μεσ.
1. φέρομαι αλαζονικά, κομπάζω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σελλίζεσθαι
ψελλίζεσθαι, τινὲς δὲ σελλίζει
άλαζονεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψελλίζομαι (< ψελλός). Η ερμηνεία που έχει δοθεί στη λ. «κομπάζω, φέρομαι αλαζονικά» είναι ευκαιριακή παραφθορά της αρχικής της σημ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: = ψελλίζεσθαι τινες δε σελλίζει ἀλαζονεύει H. In Phryn.Com. 10 imitate Aeschine, son of Sellos; "le sens a été occasionellemnt déformé par Phryn." (DELG).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unclear.