στελμονίαι: Difference between revisions
ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stelmoniai | |Transliteration C=stelmoniai | ||
|Beta Code=stelmoni/ai | |Beta Code=stelmoni/ai | ||
|Definition=αἱ, | |Definition=αἱ, [[broad belts]] put round dogs when used to hunt wild beasts, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.1</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:20, 23 August 2022
English (LSJ)
αἱ, broad belts put round dogs when used to hunt wild beasts, X.Cyn.6.1.
German (Pape)
[Seite 934] αἱ, ein breiter Gürtel od. Riemen der Hunde, Xen. Cyn. 6, 1; Poll. 5, 55 hat τελαμωνία.
Greek (Liddell-Scott)
στελμονίαι: -αἱ, εὐρεῖαι ζῶναι δι’ ὧν περιέβαλλον τοὺς κύνας ὁσάκις ἀπήρχοντο εἰς θύραν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κυν. 6, 1, Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ στέλμα = στέφος.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
larges sangles pour les chiens de chasse.
Étymologie: στέλλω.
Greek Monolingual
οἱ, Α
φαρδιές ζώνες με τις οποίες περιέβαλλαν τους κυνηγετικούς σκύλους, όταν αυτοί επρόκειτο να βγουν για κυνήγι άγριων θηραμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στελ- του στέλλω + επίθημα -μον-ία (πρβλ. ἁρμονία)].
Greek Monotonic
στελμονίαι: αἱ, φαρδιά λουριά με τα οποία τύλιγαν τους σκύλους όταν έβγαιναν να κυνηγήσουν άγρια ζώα, για να τους προστατεύσουν από τραυματισμούς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
στελμονίαι: αἱ широкие ремни, свора (для охотничьих собак) Xen.