φαρμακεργάτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=farmakergatis | |Transliteration C=farmakergatis | ||
|Beta Code=farmakerga/ths | |Beta Code=farmakerga/ths | ||
|Definition=[γᾰ], ου, ὁ, | |Definition=[γᾰ], ου, ὁ, [[apothecary]], <span class="bibl">Tz. <span class="title">H.</span>8.918</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:28, 23 August 2022
English (LSJ)
[γᾰ], ου, ὁ, apothecary, Tz. H.8.918.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκεργάτης: -ου, ὁ, = φαρμακουργός, «φαρμακεργάτην κάλει... τὸν φάρμακα σκευάζοντα» Τζέτζ. Ἱστ. 8, 918.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, και θηλ. φαρμακεργάτρια Ν
νεοελλ.
1. υπάλληλος φαρμακείου υπό την εποπτεία του φαρμακοποιού
2. εργάτης φαρμακοβιομηχανίας
μσν.
παρασκευαστής φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + ἐργάτης.