κατασχάζω: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataschazo | |Transliteration C=kataschazo | ||
|Beta Code=katasxa/zw | |Beta Code=katasxa/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[slit]], [[cut open]], στελέχη <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.7.6</span>; συκῆ κατασχασθεῖσα <span class="bibl">Id.<span class="title">CP</span>1.17.10</span>, al.; <b class="b3">κ. φλέβα</b> [[open]] a vein, let blood, Gal. 19.139:—also κατα-σχάω, [[scarify]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>22</span>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.46.29.2</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 01:10, 24 August 2022
English (LSJ)
slit, cut open, στελέχη Thphr.HP2.7.6; συκῆ κατασχασθεῖσα Id.CP1.17.10, al.; κ. φλέβα open a vein, let blood, Gal. 19.139:—also κατα-σχάω, scarify, Hp.Int.22, Heliod. ap. Orib.46.29.2.
Greek (Liddell-Scott)
κατασχάζω: μέλλ. -άσω, πρβλ. ἀποσχάζω, σχίζω ἢ ανοίγω κόπτων, συκῆ κατασχασθεῖσα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 10· τὰ στελέχη ὁ αὐτ. 2. 76· οὕτω κατασχάω, ἐπιχαράττω διὰ νυστερίου, ἢν οἰδήσῃ, θαρσέως κατασχᾶν Ἱππ. 545. 16, κτλ.· κατασχῶσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 219· ἐν τῇ ἰατρικῇ, κατ. φλέβα ἢ κατ. μόνον, ἀνοίγω φλέβα καὶ ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ τὸ αἶμα, φλεβοτομῶ, Μοσχ., Γαλην.· οἱ Ἀττικοὶ κατανύττειν·- Ἡσύχ. «κατασχάσαι· ἀμυχὰς ποιῆσαι»· ὁμοίως καὶ ὁ Πολυδ. «ἀμύσσειν δ’ οἱ κατασχάζειν λέγουσι» Δ΄, 182.
Greek Monolingual
(Α κατασχάζω)
σχίζω με μαχαίρι, ανοίγω κόβοντας, κάνω εντομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σχάζω «εντέμνω»].