κατουλάς: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
m (Text replacement - "\/" to "/") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katoulas | |Transliteration C=katoulas | ||
|Beta Code=katoula/s | |Beta Code=katoula/s | ||
|Definition=άδος, ἡ, | |Definition=άδος, ἡ, [[shrouding]], νύξ <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>433</span>; but taken as = [[ὀλοή]], <span class="bibl">A.R.4.1695</span>. (From [[κατειλέω]], cf. Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[κατειλάδα]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:30, 24 August 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, shrouding, νύξ S.Fr.433; but taken as = ὀλοή, A.R.4.1695. (From κατειλέω, cf. Hsch. s.v. κατειλάδα.)
German (Pape)
[Seite 1405] άδος, ἡ, νύξ, die finstere Nacht, Soph. frg. 383, oder die verderbliche, wie aus Ap. Rh. 4, 1695 hervorzugehen scheint, νὺξ ἐφόβει, τήν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν; nach Eust. zu Od. 14, 459 von finsterer, sternloser, regniger, stürmischer Nacht, καταιγίδας ἔχουσαν καὶ συστροφὰς ἀνέμων· εἴλλειν γὰρ τὸ συστρέφειν; nach den VLL. κατίλλουσα καὶ κατείργουσα, die mit Finsterniß Alles umschlossen hält, weshalb man κατειλάς ändern wollte. An οὖλος = ὅλος, dichte Finsterniß, ist nicht zu denken.
Greek (Liddell-Scott)
κατουλάς: -άδος, ἡ, ἡ κατακαλύπτουσα (σκοτεινή), (ὡς «κατίλλουσα καὶ κατείργουσα» Φώτ.), νὺξ Σοφ. Ἀποσπ. 383, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1695 (ἐκ τοῦ κατείλλω ἢ -είλω, ὡς τὸ ἐξούλης ἐκ τοῦ ἐξείλλω), Φώτ.
Greek Monolingual
κατουλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. σκοτεινή («ἐπεύχομαι δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», Σοφ.)
2. καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐλάς (< οὖλος (II) «πυκνός». Η μεταγενέστερη σημ. «ολέθρια» προέκυψε πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με το οὖλος (III) «ολέθριος»].
Russian (Dvoretsky)
κατουλάς: άδος adj. f одетая тьмой, темный (νύξ Soph.).
Frisk Etymological English
-άδος
Grammatical information: adj.
Meaning: epithet of the night (S. fr/ 433, A.R. 4, 1695)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From κατειλέω, after ὀλοή (popular etym.).