κραδασμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kradasmos | |Transliteration C=kradasmos | ||
|Beta Code=kradasmo/s | |Beta Code=kradasmo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[vibration]], cj. for foreg. in Epicur.l.c., cf. <span class="bibl">Nicom. <span class="title">Harm.</span>4</span>, <span class="bibl">10</span>; [[tremor]], [[agitation]], <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cael.</span>453.6</span>; τῶν δοράτων <span class="bibl">Marcellin.<span class="title">Puls.</span>492</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 02:10, 24 August 2022
English (LSJ)
ὁ, vibration, cj. for foreg. in Epicur.l.c., cf. Nicom. Harm.4, 10; tremor, agitation, Simp.in Cael.453.6; τῶν δοράτων Marcellin.Puls.492.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδασμός: ὁ, παλμώδης κίνησις, Ἐπίκουρ. παρὰ Διον. Λ. 10. 105, Νικομ. Ἁρμον. σ. 8.
Greek Monolingual
ο (AM κραδασμός) κραδαίνω
δόνηση, ταλάντευση, τρομώδης ή παλμική κίνηση («τῷ γινομένῳ περὶ τοῖς ἐξακοντισμοῖς τῶν δοράτων κραδασμῷ», Μαρκελλίν.)
νεοελλ.
1. η παλμική κίνηση του σωλήνα τών μικρών ιδίως πυροβόλων η οποία παράγεται κατά τη βολή κάθετα προς τον άξονα του
2. (κτην.) πάθηση τών ιπποειδών που οφείλεται στην προς τα έξω απόκλιση τών ακροταρσίων.