κρυψόρχης: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krypsorchis
|Transliteration C=krypsorchis
|Beta Code=kruyo/rxhs
|Beta Code=kruyo/rxhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with undescended testicles]], <span class="bibl">Sor.1.109</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, [[with undescended testicles]], <span class="bibl">Sor.1.109</span>.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κρύψορχις]], ο (Α [[κρυψόρχης]])<br />[[άτομο]] του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, [[αλλά]] παραμένουν [[μέσα]] στην [[κοιλιά]] ή στον βουβωνικό πόρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυψ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>κρυψ</i>-<i>α</i> αόρ. του [[κρύπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>όρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρχις]]), [[πρβλ]]. [[αόρχης]], [[τριόρχης]]].
|mltxt=και [[κρύψορχις]], ο (Α [[κρυψόρχης]])<br />[[άτομο]] του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, [[αλλά]] παραμένουν [[μέσα]] στην [[κοιλιά]] ή στον βουβωνικό πόρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυψ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>κρυψ</i>-<i>α</i> αόρ. του [[κρύπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>όρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρχις]]), [[πρβλ]]. [[αόρχης]], [[τριόρχης]]].
}}
}}

Revision as of 02:20, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψόρχης Medium diacritics: κρυψόρχης Low diacritics: κρυψόρχης Capitals: ΚΡΥΨΟΡΧΗΣ
Transliteration A: krypsórchēs Transliteration B: krypsorchēs Transliteration C: krypsorchis Beta Code: kruyo/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, with undescended testicles, Sor.1.109.

Greek Monolingual

και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης)
άτομο του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. -κρυψ-α αόρ. του κρύπτω) + -όρχης (< ὄρχις), πρβλ. αόρχης, τριόρχης].