λιποθυμία: Difference between revisions
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipothymia | |Transliteration C=lipothymia | ||
|Beta Code=lipoqumi/a | |Beta Code=lipoqumi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[swoon]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>1.23</span>, <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>68</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>49</span>, etc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 03:30, 24 August 2022
English (LSJ)
ἡ, swoon, Hp.Aph.1.23, Art.68, Plu.Pomp.49, etc.
Greek (Liddell-Scott)
λῐποθῡμία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «λιγοθυμιά», Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mieux que λειποθυμία;
manque de courage.
Étymologie: λείπω, θυμός.
Greek Monolingual
και λιποθυμιά και λιγοθυμιά, η (AM λιποθυμία) λιποθυμώ
απότομη και παροδική αδιαθεσία που συνοδεύεται από ωχρότητα, εφίδρωση, βόμβο τών αφτιών, διαταραχές της όρασης και, συχνά, απώλεια συνειδήσεως μικρής διάρκειας και η οποία οφείλεται σε ανοξαιμία του εγκεφάλου.
Russian (Dvoretsky)
λῐποθῡμία: ἡ потеря сознания, обморок Plut.