μελέϊνος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meleinos | |Transliteration C=meleinos | ||
|Beta Code=mele/i+nos | |Beta Code=mele/i+nos | ||
|Definition=η, ον, | |Definition=η, ον, [[ashen]], IG22.1672.307, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.7.8</span>; cf. [[μελίϊνος]], [[μέλινος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 03:55, 24 August 2022
English (LSJ)
η, ον, ashen, IG22.1672.307, Thphr.HP5.7.8; cf. μελίϊνος, μέλινος.
German (Pape)
[Seite 121] = μελίϊνος, eschen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μελέϊνος: -η, -ον, = μέλινος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 8.
Greek Monolingual
μελέϊνος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].