μελουργός: Difference between revisions
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melourgos | |Transliteration C=melourgos | ||
|Beta Code=melourgo/s | |Beta Code=melourgo/s | ||
|Definition=όν, | |Definition=όν, = [[μελοποιός]], <span class="bibl">Man.4.185</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:00, 24 August 2022
English (LSJ)
όν, = μελοποιός, Man.4.185.
German (Pape)
[Seite 128] = μελοποιός, Maneth. 4, 185.
Greek (Liddell-Scott)
μελουργός: -όν, (*ἔργω) = μελοποιός, Μανέθων 4. 185· ἐντεῦθεν παρ’ Ἐκκλ., μελούργημα, τό, καὶ μελουργία, ἡ, μουσική, μουσουργία· μελουργικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μουσικήν.
Greek Monolingual
μελουργός, -όν (ΑM)
αυτός που συνθέτει μουσική
μσν.
μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ουργός].