ἐμποδοστάτης: Difference between revisions
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empodostatis | |Transliteration C=empodostatis | ||
|Beta Code=e)mpodosta/ths | |Beta Code=e)mpodosta/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, (στῆναι) | |Definition=ου, ὁ, (στῆναι) [[in the way]], ib.<span class="bibl"><span class="title">1 Ch.</span>2.7</span>, Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 06:45, 24 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (στῆναι) in the way, ib.1 Ch.2.7, Suid.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, im Wege stehend, hindernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδοστάτης: -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que obstaculiza, que es un estorbo o perturbación Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel LXX 1Pa.2.7, cf. Sud.
Greek Monolingual
ἐμποδοστάτης, ο (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο
2. θορυβοποιός, ταραξίας.