ἐπανορθωτικός: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epanorthotikos | |Transliteration C=epanorthotikos | ||
|Beta Code=e)panorqwtiko/s | |Beta Code=e)panorqwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[corrective]], [[restorative]], τῶν ἠθῶν <span class="bibl">Str.1.2.3</span>; τὸ ἐ. δίκαιον <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1132a18</span>; τέχνη Gal. 1.303. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Sch.<span class="bibl">D.3.33</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:15, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, corrective, restorative, τῶν ἠθῶν Str.1.2.3; τὸ ἐ. δίκαιον Arist.EN1132a18; τέχνη Gal. 1.303. Adv. -κῶς Sch.D.3.33.
German (Pape)
[Seite 903] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανορθωτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἐπανόρθωσιν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐπανορθώσῃ, τῶν ἠθῶν Στράβων 16· τὸ ἐπανορθωτικὸν δίκαιον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 6.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α επανορθωτικός, -ή, -όν επανορθώνω
1. αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην επανόρθωση («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» κ.λπ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επανορθωτικό
ναυτ. σήμα για την επανόρθωση της τάξεως, για τη διόρθωση της πορείας.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανορθωτικός: могущий исправить, служащий улучшению (τὸ δίκαιον Arst.).