μονομαχεῖον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=μονομαχεῑον και [[μονομάχιον]], τὸ (ΑΜ) [[μονομάχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σχολή]] όπου διδασκόταν η [[μονομαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονομαχία]] («[[ἀλλά]] καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ [[μονομάχιον]] ὑποβαλών», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=μονομαχεῖον και [[μονομάχιον]], τὸ (ΑΜ) [[μονομάχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σχολή]] όπου διδασκόταν η [[μονομαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονομαχία]] («[[ἀλλά]] καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ [[μονομάχιον]] ὑποβαλών», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονομᾰχεῖον:''' τό Luc. [[varia lectio|v.l.]] = [[μονομάχιον]].
|elrutext='''μονομᾰχεῖον:''' τό Luc. [[varia lectio|v.l.]] = [[μονομάχιον]].
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχεῖον Medium diacritics: μονομαχεῖον Low diacritics: μονομαχείον Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΕΙΟΝ
Transliteration A: monomacheîon Transliteration B: monomacheion Transliteration C: monomacheion Beta Code: monomaxei=on

English (LSJ)

v. μονομάχιον.

German (Pape)

[Seite 203] τό, = μονομάχιον, v.l. bei Ath. V, 191 a.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχεῖον: ἴδε ἐν λέξ. μονομάχιον.

Greek Monolingual

μονομαχεῖον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) μονομάχος
μσν.
σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία
αρχ.
μονομαχίαἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

μονομᾰχεῖον: τό Luc. v.l. = μονομάχιον.