κυβεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κυβεῑον, τὸ (Α) [[κυβεύω]]<br />[[τόπος]] όπου έπαιζαν ζάρια.
|mltxt=κυβεῖον, τὸ (Α) [[κυβεύω]]<br />[[τόπος]] όπου έπαιζαν ζάρια.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:23, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβεῖον Medium diacritics: κυβεῖον Low diacritics: κυβείον Capitals: ΚΥΒΕΙΟΝ
Transliteration A: kybeîon Transliteration B: kybeion Transliteration C: kyveion Beta Code: kubei=on

English (LSJ)

τό, gaming-house, Aeschin.1.78.

German (Pape)

[Seite 1522] τό, ein Ort, wo man Würfel spielt; διημέρευεν ἐν τῷ κυβείῳ, οὗ ἡ τηλία τίθεται κα, τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσι, Aesch. 1, 53.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβεῖον: τό, κυβεύω κυβευτήριον, τόπος εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κύβος.

Greek Monolingual

κυβεῖον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια.

Greek Monotonic

κῠβεῖον: τό (κυβεύω), οίκος που παίζονται ζάρια, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κῠβεῖον: τό игорный дом Aeschin.

Middle Liddell

κῠβεῖον, ου, τό, κυβεύω
a gaming-house, Aeschin.