ἀπομαίνομαι: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apomainomai | |Transliteration C=apomainomai | ||
|Beta Code=a)pomai/nomai | |Beta Code=a)pomai/nomai | ||
|Definition=aor. 2 <b class="b3">ἀπεμάνην [ᾰ</b>], | |Definition=aor. 2 <b class="b3">ἀπεμάνην [ᾰ</b>], [[go mad]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>12.1</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:46, 24 August 2022
English (LSJ)
aor. 2 ἀπεμάνην [ᾰ], go mad, Luc.DDeor.12.1.
German (Pape)
[Seite 314] (s. μαίνομαι), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομαίνομαι: παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι μέχρι μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.
French (Bailly abrégé)
devenir tout à fait fou.
Étymologie: ἀπό, μαίνω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo aor. pas.]
1 enloquecer, volverse loco παύσεθ' οὗτος ἀπομανείς Men.Sam.419, ἔνθεος ἥδε ἡ μανίη. κἢν ἀπομανῶσι Aret.SD 1.6.11, ἀπομανεὶς οὖν ἔδωκα ... κόσσον Pall.H.Laus.23.5.
2 recobrar la cordura ἀπομανεῖσα ... ἡ Ῥέα Luc.DDeor.20.1.
Greek Monolingual
ἀπομαίνομαι (Α)
κυριεύομαι από μανία, τρελαίνομαι.
Greek Monotonic
ἀπομαίνομαι: Παθ., εξοργίζομαι εντελώς, κατακυριεύομαι από μανία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομαίνομαι: совсем обезуметь Luc.