ἄκναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰκναμπτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[inflexible]], [[unflinching]] βουλαῖς ἀκνάμπτοις ([[varia lectio|v.l.]] ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ [[μένος]] ἀντερείδων (sc. [[Ἀπόλλων]]) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.
|sltr=<b>ᾰκναμπτος, -ον</b> [[inflexible]], [[unflinching]] βουλαῖς ἀκνάμπτοις ([[varia lectio|v.l.]] ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ [[μένος]] ἀντερείδων (sc. [[Ἀπόλλων]]) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:45, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκναμπτος Medium diacritics: ἄκναμπτος Low diacritics: άκναμπτος Capitals: ΑΚΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: áknamptos Transliteration B: aknamptos Transliteration C: aknamptos Beta Code: a)/knamptos

English (LSJ)

ἄκναπτος, ἄκναφος, = ἄγναμπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος = ἄγναμπτος, ἄγναπ., κτλ.

English (Slater)

ᾰκναμπτος, -ον inflexible, unflinching βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v.l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.

Spanish (DGE)

v. ἄγναμπτος.

Greek Monotonic

ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος, = ἄγναμπτος κ.λπ.