ἐμπεδοσθενής: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἐμπεδοσθενής]] | |sltr=[[ἐμπεδοσθενής]] [[steadfast]] and [[strong]] εἰ [[γάρ]] σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα (N. 7.98) | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:45, 3 September 2022
English (LSJ)
ές, with force unshaken, βίοτος a settled, unruffled life, Pi.N.7.98.
German (Pape)
[Seite 811] βίοτος, von fester Kraft, Pind. N. 7, 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδοσθενής: -ές, ὁ ἔχων ἔμπεδον σθένος, ἀκλόνητον δύναμιν, βίοτος, ἥσυχος, ἀτάραχος βίος, Πινδ. Ν. 7. 98.
English (Slater)
ἐμπεδοσθενής steadfast and strong εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα (N. 7.98)
Spanish (DGE)
-ές sólido, firme, βίοτος Pi.N.7.98.
Greek Monolingual
ἐμπεδοσθενής, -ές (Α)
αυτός που έχει ακλόνητο σθένος ή σταθερή δύναμη.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεδοσθενής: полный несокрушимой силы (βίοτος Pind.).